προκατέρρηξαν

προκατέρρηξαν
πρό , κατά , ἐν-ῥήγνυμι
break asunder
aor ind act 3rd pl (ionic)
πρό , κατά , ἐν-ῥήσσω
strike
aor ind act 3rd pl (ionic)
πρό , κατά-ῥήσσω
strike
aor ind act 3rd pl
πρό-καταρρήγνυμι
break down
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προκαταρρήγνυμι — Α 1. καταστρέφω εκ τών προτέρων 2. καταρρίπτω, γκρεμίζω εκ τών προτέρων («τὰς γὰρ γεφύρας οἱ βάρβαροι προκατέρρηξαν», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρρήγνυμι «καταρρίπτω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”